- ἐγχειρίας
- ἐγχειρίᾱς , ἐγχειρίαmanipulationfem acc plἐγχειρίᾱς , ἐγχειρίαmanipulationfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.